-
1 καθυπνοω
ион. κᾰτυπνόω тж. med.1) спать(ἐν κοίτῃ Her.; ἡδέως Xen.; μετὰ τέν τροφήν Arst.)
2) засыпатьἦλθε οἱ κατυπνωμένῳ τὠυτὸ ὄνειρον Her. — когда (Ксеркс) заснул ( или спал), ему явился тот же сон
1 καθυπνοω
(ἐν κοίτῃ Her.; ἡδέως Xen.; μετὰ τέν τροφήν Arst.)
ἦλθε οἱ κατυπνωμένῳ τὠυτὸ ὄνειρον Her. — когда (Ксеркс) заснул ( или спал), ему явился тот же сон